- κενόδοξος
- κενόδοξοςvain-gloriousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… … Dictionary of Greek
κενόδοξος — η, ο επίρρ. α ματαιόδοξος, δοξομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κενοδόξως — κενόδοξος vain glorious adverbial κενόδοξος vain glorious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόδοξον — κενόδοξος vain glorious masc/fem acc sg κενόδοξος vain glorious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξοις — κενόδοξος vain glorious masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξου — κενόδοξος vain glorious masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξους — κενόδοξος vain glorious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξων — κενόδοξος vain glorious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδόξῳ — κενόδοξος vain glorious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενόδοξα — κενόδοξος vain glorious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)